εὐψυχίας

εὐψυχίας
εὐψῡχίᾱς , εὐψυχία
good courage
fem acc pl
εὐψῡχίᾱς , εὐψυχία
good courage
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • благодоушиѥ — БЛАГОДОУШИ|Ѥ (11), ˫А с. Спокойствие, радость: и нимъ ||=вс˫а скьрбьна˫а. съ бл҃год҃шиѥмь. д҃ши тьрп˫аахоу. (σὺν εὐϑυμίᾳ ψυχῆς) ЖФСт XII, 68 об. 69; его же ради пришьдъ... срачицю съ бл҃год҃шиѥмь д҃шевьнымь съвлѣкоуща. и плъть дающа на биѥниѥ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λεβέντης — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 12 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. II Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Γεώργιος (Καρακοβούνι… …   Dictionary of Greek

  • Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”